- ἀνασκευαστικά
- ἀνασκευαστικόςdestructiveneut nom/voc/acc plἀνασκευαστικά̱ , ἀνασκευαστικόςdestructivefem nom/voc/acc dualἀνασκευαστικά̱ , ἀνασκευαστικόςdestructivefem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.